- κυλίω
- (AM κυλίω)κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ)νεοελλ.1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαιπέφτω προς τα κάτω κυλώντας2. φρ. «κυλιόμενες σκάλες» ή «κυλιόμενες κλίμακες» — ζεύγος ανοδικής και καθοδικής μηχανικής κλίμακας με κινούμενες βαθμίδες, η οποία χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσο μεταξύ ορόφων ή υψομετρικών επιπέδων σε υπόγειους σιδηροδρόμους, κτήρια και άλλους χώρους μαζικής διακίνησης πεζώνμσν.-αρχ.1. πέφτω κάτω («ἐκ τροχηλάτων δίφρων κυλισθείς», Σοφ.)2. περιδινούμαι, στριφογυρίζωαρχ.1. (για ερπετά) σύρω στη γη («γαστέρας αἱμοβόρους ἐκύλιον», Θεόκρ.)2. (για χορευτή) περιστρέφομαι γρήγορα3. φρ. α) «κυλίομαι περὶ τὴν ἀγοράν» — περιφέρομαι άσκοπα ή χαζεύω στην αγοράβ) «λόγοις τοὺς ῥήτορας κυλίω» — κατορθώνω με τα λόγια να μεταπείσω για κάτι τους ρήτορες, να υπερισχύσω, να τούς τουμπάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ-κύλ-ισ-α, τού κυλίνδω, κατά το σχήμα ἔ-τισ-α: τίω].
Dictionary of Greek. 2013.